- ίλιγγος
- Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός ί.).
Ο ί. προκαλείται από αίσθημα μη σταθερότητας του σώματος, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας του συστήματος ισορροπίας (ημικύκλιοι σωλήνες του λαβύρινθου του αφτιού, αιθουσαίο νεύρο, παρεγκεφαλίδα). Οι ί. μπορεί να είναι παροξυσμικοίδιαρκείς. Ανάμεσα στα πιο συχνά αίτια των παροξυσμικών ι. συγκαταλέγονται τα βύσματα και τα ξένα σώματα που έχουν εισχωρήσει στον έξω ακουστικό πόρο, η θέα από ψηλό μέρος και η ταχεία άνοδος σε μεγάλο υψόμετρο (ελάττωση της ενδολαβυρινθικής πίεσης). Τα νοσήματα που συχνότερα προκαλούν ι. διαρκείας (οι οποίοι γενικά συνοδεύονται και από διαταραχές της ακοής) είναι οι φλεγμονές –μικροβιακής ή ιογενούς προέλευσης– του λαβύρινθου. Η θεραπευτική αντιμετώπισή τους συνίσταται στη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων.
Άλλες φορές η νόσηση του λαβύρινθου μπορεί να είναι αλλεργικής, τοξικής αιτιολογίας ή αποτέλεσμα γενικών παθήσεων, όπως o διαβήτης, η ποδάγρα, η σύφιλη κ.ά. Ί. εμφανίζονται και στις φλεγμονώδεις αγγειακές παθήσεις του ακουστικού αιθουσαίου νεύρου ή του εγκεφάλου, ιδιαίτερα της παρεγκεφαλίδας, και συχνά οφείλονται σε όγκους του εγκεφάλου.
* * *ο (ΑΜ ἴλιγγος)σκοτοδίνη, ζάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίλιγξ].
Dictionary of Greek. 2013.